Έλλειψη σιδήρου
Η έλλειψη σιδήρου (ID) είναι η πιο διαδεδομένη διατροφική ανεπάρκεια σε όλο τον κόσμο. Είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, ανεξαρτήτως αιτίας. Επίσης, απαντάται συχνά σε ασθενείς χωρίς αναιμία. Η ID είναι ιδιαίτερα συχνή σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια που είναι ηλικιωμένοι και ευπαθείς και που συχνά πάσχουν από μια σειρά άλλων σοβαρών ιατρικών παθήσεων, όπως χρόνια νεφρική νόσο, διαβήτη ή χρόνια πνευμονική νόσο.
Για την πλειονότητα των ανθρώπων, ο σίδηρος είναι ένα απολύτως αναγκαίο θρεπτικό συστατικό για τον βέλτιστο σχηματισμό ερυθρών αιμοσφαιρίων (ερυθροποίηση). Ο σίδηρος αποτελεί ουσιώδες τμήμα του μορίου της αιμοσφαιρίνης το οποίο μεταφέρει οξυγόνο στο αίμα. Ως εκ τούτου, η ID συνδέεται παραδοσιακά με την αναιμία, η οποία συνίσταται σε χαμηλό επίπεδο αιμοσφαιρίνης. Η αναιμία μπορεί να έχει πολλές αιτίες, αλλά συνήθως οφείλεται στη μειωμένη παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων από τον μυελό των οστών ή σε χρόνια απώλεια αίματος συνήθως από το έντερο. Η χρόνια ID μπορεί επίσης να οδηγήσει τελικά σε σιδηροπενική αναιμία. Στην πραγματικότητα, σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, η ID είναι περίπου 3 φορές πιο συχνή από την αναιμία.
Είναι σημαντικό να ανιχνεύεται η ID, πραγματοποιώντας αιματολογικές εξετάσεις ρουτίνας στους ασθενείς. Συνιστάται θεραπεία ανεξάρτητα από την παρουσία ή απουσία αναιμίας. Η ID από μόνη της επιφέρει πολλές δυσμενείς κλινικές επιπτώσεις ή πολυάριθμα μειονεκτήματα στους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια. Ο σίδηρος δεν είναι μόνο στοιχείο της αιμοσφαιρίνης, αλλά υπάρχει σε όλα τα κύτταρα του σώματος ως τμήμα των μιτοχονδρίων, δηλαδή των κυτταρικών δομών που είναι υπεύθυνες για την παραγωγή ενέργειας. Ως εκ τούτου, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο σίδηρος είναι αναγκαίος ιδίως για τους ιστούς με υψηλή ενεργειακή ζήτηση, όπως η καρδιά και οι μύες. Τα συμπτώματα και οι συνέπειες της ID στους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια σχετίζονται με τη μη φυσιολογική λειτουργία των μυών του σώματος και της ίδιας της καρδιάς.
Η ακριβής αιτιολογία της ID στους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια δεν είναι απολύτως κατανοητή. Γενικά, σχετίζεται με ανεπαρκή διατροφική πρόσληψη σιδήρου, αυξημένη απώλεια σιδήρου και μη φυσιολογική κατανομή του σιδήρου στα διάφορα μέρη του σώματος όπου δεν είναι διαθέσιμος για χρήση στον μεταβολισμό του σώματος (κυτταρικές διεργασίες). Η ID μπορεί επίσης να οφείλεται σε κακή απορρόφηση του σιδήρου από το έντερο, στη χρήση ορισμένων φαρμάκων που μειώνουν τη γαστρική οξύτητα, όπως φάρμακα που χρησιμοποιούνται συνήθως για τη δυσπεψία και την παλινδρόμηση Ορισμένες τροφές που περιέχουν «φυτικά άλατα», όπως τα δημητριακά, τα σιτηρά και τα φασόλια, μπορεί να μειώνουν την απορρόφηση του σιδήρου. Απώλεια σιδήρου μπορεί να συμβεί λόγω απώλειας αίματος κατά την έμμηνο ρύση ή λόγω ορισμένων κοινών γαστρεντερικών διαταραχών, όπως το πεπτικό έλκος ή η κολίτιδα.
Η ID σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια μπορεί να οδηγήσει σε επιδείνωση τυπικών συμπτωμάτων, όπως η δύσπνοια, η κόπωση, η μειωμένη ικανότητα άσκησης και η κακή ποιότητα ζωής. Επίσης, η ID αυξάνει τον κίνδυνο νοσηλείας λόγω καρδιακής ανεπάρκειας και μπορεί επιπλέον να οδηγήσει σε άλλες σοβαρές επιπλοκές.
Λόγω των πιθανών επιβλαβών επιδράσεων της ID σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, συνιστάται οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια να εξετάζονται τακτικά για την παρουσία ID. Οι αιματολογικές εξετάσεις που χρησιμοποιούνται ονομάζονται «φερριτίνη ορού» (επίπεδο σιδήρου στο αίμα) και «κορεσμός τρανσφερίνης» (TSAT), η οποία μετρά τον κορεσμό της πρωτεΐνης που μεταφέρει σίδηρο στο αίμα. Αυτές οι εξετάσεις θα ανιχνεύσουν την παρουσία ID που απαιτεί θεραπεία ανεξάρτητα από το επίπεδο της αιμοσφαιρίνης. Ο ακόλουθος ορισμός της ID συνιστάται για χρήση σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια: φερριτίνη ορού <100 μg/L ή φερριτίνη ορού μεταξύ 100–299 μg/L και TSAT <20%. Και οι δύο εξετάσεις είναι απαραίτητες, καθώς ούτε η φερριτίνη ορού ούτε ο TSAT μεμονωμένα είναι αξιόπιστα για την εκτίμηση της κατάστασης του σιδήρου σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια. Οι ασθενείς θα πρέπει να απευθύνουν τυχόν ερωτήσεις σχετικά με την κατάσταση του σιδήρου τους στον γιατρό ή τον νοσηλευτή τους.
Επιστροφή σε άλλες συνήθεις ιατρικές παθήσεις και καρδιακή ανεπάρκεια