Βαλβιδική καρδιοπάθεια και καρδιακή ανεπάρκεια
Οι άνθρωποι έχουν τέσσερις μονόδρομες βαλβίδες στην καρδιά. Αυτές που βρίσκονται στην αριστερή πλευρά της καρδιάς ονομάζονται αορτική και μιτροειδής βαλβίδα, ενώ εκείνες που βρίσκονται στη δεξιά πλευρά της καρδιάς ονομάζονται πνευμονική και τριγλώχινα βαλβίδα. Δομικά, η τριγλώχινα βαλβίδα διαχωρίζει τον δεξιό κόλπο από τη δεξιά κοιλία, η μιτροειδής βαλβίδα διαχωρίζει τον αριστερό κόλπο από την αριστερή κοιλία, η πνευμονική βαλβίδα βρίσκεται μεταξύ της δεξιάς κοιλίας και της πνευμονικής αρτηρίας και η αορτική βαλβίδα βρίσκεται μεταξύ της αριστερής κοιλίας και της αορτής.
Κινούμενο γραφικό |
|
Πώς λειτουργεί η φυσιολογική καρδιά |
Ως Βαλβιδική Καρδιακή Νόσος (VHD) μπορεί να οριστεί μια νόσος σε μία ή περισσότερες από τις τέσσερις βαλβίδες της καρδιάς.
Κινούμενο γραφικό |
|
Πώς οι μη φυσιολογικές καρδιακές βαλβίδες μπορούν να προκαλέσουν καρδιακή ανεπάρκεια |
Οι βαλβίδες μπορούν να υποστούν φθορά ως φυσική συνέπεια της γήρανσης ή λόγω ρευματικής καρδιοπάθειας ή βακτηριακής λοίμωξης που επηρεάζει τις βαλβίδες ή ως αποτέλεσμα συγγενούς ανωμαλίας. Σε ορισμένα μέρη του κόσμου (π.χ. Αφρική), η VHD είναι μία από τις πιο κοινές αιτίες καρδιακής ανεπάρκειας, ενώ στην Ευρώπη και την Αμερική, η VHD είναι μια μάλλον σπάνια αιτία καρδιακής ανεπάρκειας. Ωστόσο, οποιαδήποτε ανωμαλία που επηρεάζει τη λειτουργία των βαλβίδων μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη καρδιακής ανεπάρκειας. Σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και εξασθενημένο καρδιακό μυ (μειωμένο κλάσμα εξώθησης), η διόγκωση και η διαστολή των καρδιακών κοιλοτήτων μπορεί να οδηγήσει σε παραμόρφωση και ανωμαλία των καρδιακών βαλβίδων. Αυτή η μη φυσιολογική λειτουργία συνίσταται συνήθως σε διαρροή αίματος μέσω της μιτροειδούς και της τριγλώχινας βαλβίδας, η οποία οδηγεί σε επιδείνωση των συμπτωμάτων, όπως δύσπνοια.
Ανεξάρτητα από την αιτία που οδηγεί σε VHD, οι αλλοιώσεις στη βαλβίδα μπορούν να οδηγήσουν σε μία ή και τις δύο από τις παρακάτω παθήσεις: 1. ανεπάρκεια βαλβίδας (συχνά αναφερόμενη ως παλινδρόμηση βαλβίδας), όπου η βαλβίδα δεν είναι σε θέση να αποτρέψει την αντίστροφη ροή αίματος λόγω μη σωστής σύνδεσης των γλωχίνων της βαλβίδας∙ 2. στένωση βαλβίδας, δηλαδή περιορισμό του ανοίγματος της βαλβίδας, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η επαρκής εκροή αίματος, κάτι που είναι ιδιαίτερα αισθητό κατά την άσκηση, καθώς η καρδιά δεν μπορεί να αυξήσει την απαιτούμενη ροή αίματος. Η ανεπάρκεια ή/και η στένωση μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε από τις τέσσερις καρδιακές βαλβίδες.
Η προσεκτική αξιολόγηση του ιστορικού και των συμπτωμάτων του κάθε ασθενούς και κατόπιν η σωματική εξέταση με ιδιαίτερη προσοχή στην ακρόαση της καρδιάς με στηθοσκόπιο είναι τα βασικά αρχικά βήματα στη διάγνωση της VHD. Το ηχοκαρδιογράφημα θεωρείται ο χρυσός κανόνας για την απεικόνιση και διάγνωση της VHD, καθώς και για την αξιολόγηση της λειτουργίας της βαλβίδας. Ορισμένες από τις πρόσθετες μεθόδους απεικόνισης είναι ο καρδιακός μαγνητικός συντονισμός (CMR) και η υπολογιστική τομογραφία (CT).
Οι τρεις τύποι προβλημάτων των βαλβίδων που απαντώνται συχνότερα στην καρδιακή ανεπάρκεια παρουσιάζονται συνοπτικά παρακάτω.
Η στένωση της αορτής χαρακτηρίζεται από πάχυνση του βαλβιδικού δακτυλίου ή των γλωχίνων (συνήθως λόγω ασβεστοποίησης) που επηρεάζει την ικανότητα της αριστερής κοιλίας να αποβάλλει αίμα στην αορτή, το οποίο στη συνέχεια μεταφέρεται στο υπόλοιπο σώμα. Ως αποτέλεσμα, ο καρδιακός μυς εργάζεται περισσότερο, οδηγώντας σε πάχυνση, παρόμοια με την περίπτωση της υψηλής αρτηριακής πίεσης. Η στένωση της αορτής εμφανίζεται συνηθέστερα στους ηλικιωμένους. Τυπικά συμπτώματα είναι η δύσπνοια, η στηθάγχη (πόνος στο στήθος) και η συγκοπή (λιποθυμία). Η ταξινόμηση της σοβαρότητας της νόσου και η επιλογή της θεραπείας βασίζονται στο ηχοκαρδιογράφημα. Σε ασθενείς χωρίς συμπτώματα που εμφανίζουν ήπια έως μέτρια στένωση της αορτής, συνιστάται τακτική κλινική και ηχοκαρδιογραφική αξιολόγηση. Για ασθενείς που είναι συμπτωματικοί ή/και πάσχουν από σοβαρή βαλβιδοπάθεια (ορίζεται ως επιφάνεια βαλβίδας μικρότερη από 1 cm2), συνιστάται είτε η τυπική αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας (εγχείρηση ανοικτής καρδιάς) είτε η διαδερμική αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας (TAVR). Η TAVR είναι μια ελάχιστα επεμβατική διαδικασία που δεν απαιτεί εγχείρηση ανοικτής καρδιάς. Η τεχνητή βαλβίδα τοποθετείται στην καρδιά χρησιμοποιώντας έναν καρδιακό καθετήρα και επομένως συνιστάται για ορισμένους ασθενείς, ιδίως εκείνους που θα ήταν υψηλού κινδύνου για τυπική χειρουργική αντικατάσταση αορτικής βαλβίδας (π.χ. ηλικιωμένοι).
Η αορτική παλινδρόμηση προκαλείται από διαρροή αίματος μέσω της αορτικής βαλβίδας πίσω στην αριστερή κοιλία. Κατά συνέπεια, η αριστερή κοιλιακή κοιλότητα διαστέλλεται και ο καρδιακός μυς αναγκάζεται να εργαστεί πιο σκληρά για να αποβάλει περισσότερο αίμα. Οι ασθενείς εμφανίζουν συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας (συνήθως δύσπνοια, ταχυκαρδία, στηθάγχη). Η ταξινόμηση της σοβαρότητας βασίζεται σε ηχοκαρδιογραφική εκτίμηση. Η αποκατάσταση ή αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας (εγχείρηση ανοικτής καρδιάς) συνιστάται σε συμπτωματικούς ασθενείς με σοβαρή αορτική παλινδρόμηση και σε ασθενείς που είναι ασυμπτωματικοί αλλά έχουν ενδείξεις εξασθενημένης αριστερής κοιλίας (μειωμένο κλάσμα εξώθησης). Οι ασθενείς με ήπια έως μέτρια αορτική παλινδρόμηση θα πρέπει να παρακολουθούνται με τακτική κλινική αξιολόγηση και ηχοκαρδιογραφία.
Η ανεπάρκεια μιτροειδούς είναι η πιο κοινή VHD και οφείλεται στην αδυναμία της μιτροειδούς βαλβίδας να κλείσει σωστά όταν η καρδιά αντλεί αίμα από την αριστερή κοιλία στην αορτή. Ως συνέπεια, παρατηρείται μη φυσιολογική διαρροή αίματος προς τα πίσω στον αριστερό κόλπο (παλινδρόμηση). Η ανεπάρκεια μιτροειδούς μπορεί να προκληθεί είτε από νόσο της ίδιας της μιτροειδούς βαλβίδας είτε από διάταση της αριστερής κοιλιακής κοιλότητας ως συνέπεια καρδιακής ανεπάρκειας. Συνήθως, οι ασθενείς παρουσιάζουν αυξανόμενα συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας. Για την εκτίμηση της σοβαρότητας της διαρροής χρησιμοποιείται η ηχοκαρδιογραφία. Αυτή βασίζεται στην αξιολόγηση του όγκου του αίματος που ρέει προς τα πίσω (ή παλινδρομείται) στον αριστερό κόλπο. Σε συμπτωματικούς ασθενείς με πρωτοπαθή νόσο της μιτροειδούς βαλβίδας και σοβαρή παλινδρόμηση συνιστάται χειρουργική επέμβαση (αποκατάσταση ή αντικατάσταση μιτροειδούς βαλβίδας).
Σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και δευτεροπαθή ανεπάρκεια μιτροειδούς η βέλτιστη ιατρική θεραπεία για την καρδιακή ανεπάρκεια είναι απαραίτητη και μπορεί να είναι αποτελεσματική στη μείωση των συμπτωμάτων. Πρόσφατα, αναπτύχθηκε για τη δευτεροπαθή ανεπάρκεια μιτροειδούς μια μέθοδος αποκατάστασης από άκρο σε άκρο με χρήση καθετήρα, η οποία μπορεί να είναι μια επιλογή χαμηλού κινδύνου σε συμπτωματικούς ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και σοβαρή μιτροειδή παλινδρόμηση. Στην πράξη, η πιο κοινή διαδικασία ονομάζεται MitraClip. Αυτή η ελάχιστα επεμβατική διαδικασία (η οποία δεν απαιτεί εγχείρηση ανοικτής καρδιάς) βασίζεται στην τοποθέτηση μιας ειδικής συσκευής (του Mitraclip) μέσω των αιμοφόρων αγγείων στη βουβωνική χώρα. Πρώτα στη δεξιά πλευρά της καρδιάς και έπειτα στην αριστερή πλευρά της καρδιάς. Κατόπιν, το Mitraclip τοποθετείται επάνω από τη διαρροή της μιτροειδούς βαλβίδας, χρησιμοποιώντας το σύστημα μεταφοράς της συσκευής το οποίο μειώνει σημαντικά ή εξαλείφει την παλινδρόμηση της μιτροειδούς. Διάφορες άλλες τεχνικές εξετάζονται επί του παρόντος σε κλινικές δοκιμές.
Οι ασθενείς που έχουν ενημερωθεί ότι υπάρχει πρόβλημα με μία από τις βαλβίδες της καρδιάς τους θα έχουν πολλές ερωτήσεις και χρειάζονται επαρκή χρόνο για να κατανοήσουν τις συνέπειες του προβλήματος και να συζητήσουν πιθανές θεραπευτικές επιλογές. Οι επαγγελματίες υγείας πρέπει να παρέχουν επαρκείς πληροφορίες και υποστήριξη.