Κεντρική άπνοια ύπνου
Ο όρος «άπνοια» σημαίνει ότι ένα άτομο σταματά να αναπνέει για μικρό χρονικό διάστημα. Οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια συχνά εμφανίζουν διαταραχές ύπνου τη νύχτα. Αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν άπνοια και επεισόδια παροξυσμικής δύσπνοιας, τα οποία συνήθως εμφανίζονται με τη μορφή ξαφνικής δύσπνοιας κατά την κατάκλιση, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε αφύπνιση και στην ανάγκη να καθίσουν ή να σηκωθούν. Παρατηρούνται μη φυσιολογικά μοτίβα αναπνοής τη νύχτα (αναφερόμενα ως διαταραχές της αναπνοής κατά τον ύπνο). Οι συνηθέστεροι τύποι διαταραχών της αναπνοής κατά τον ύπνο είναι η κεντρική άπνοια ύπνου, η αποφρακτική άπνοια ύπνου ή ένα μικτό μοτίβο αυτών των δύο. Η προσεκτική ανασκόπηση του ιστορικού ύπνου είναι απαραίτητη για τη διάγνωση. Σε αυτήν τη διαδικασία, θα πρέπει να ερωτηθεί ο/η σύντροφος του ασθενή πώς κοιμάται ο ασθενής με καρδιακή ανεπάρκεια και να συμπεριληφθεί μια λεπτομερής περιγραφή του μοτίβου αναπνοής. Ιδιαίτερα οι ερωτήσεις για επεισόδια διακοπής της αναπνοής που σχετίζονται με το ροχαλητό είναι σημαντικές.
Η κεντρική άπνοια ύπνου είναι μια διαταραχή που σχετίζεται με τον ύπνο στην οποία ο ασθενής σταματά να αναπνέει κατά τη διάρκεια της νύχτας (ή η αναπνοή του μειώνεται αισθητά), συνήθως για 10 έως 30 δευτερόλεπτα, είτε κατά διαστήματα είτε σε κύκλους. Σε μερικές περιπτώσεις, μπορεί να μοιάζει με ένα ρυθμικό μοτίβο φάσεων αύξησης και μείωσης της αναπνοής, συμπεριλαμβανομένων επεισοδίων άπνοιας (διακοπής της αναπνοής) που ονομάζεται «Αναπνοή Cheyne–Stokes». Στην καρδιακή ανεπάρκεια, αυτό το μοτίβο προκαλείται από μη φυσιολογική σηματοδότηση από τον εγκέφαλο. Οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια μπορεί να έχουν βραδύτερη κυκλοφορία, η οποία μπορεί να υποβαθμίζει την ικανότητα ταχείας αίσθησης των μεταβαλλόμενων επιπέδων των αερίων του αίματος (οξυγόνο και διοξείδιο του άνθρακα). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μειώνεται ή ακόμη και να σταματά εντελώς η αποστολή των σημάτων για τη λειτουργία της αναπνοής από τον εγκέφαλο στους αναπνευστικούς μύες που βρίσκονται στον θώρακα και στο διάφραγμα. Αυτό το μοτίβο διαταραχών της αναπνοής κατά τον ύπνο δεν είναι το ίδιο με την αποφρακτική άπνοια ύπνου (η οποία μπορεί επίσης να εμφανίζεται στην καρδιακή ανεπάρκεια) που προκαλείται από διακοπή της αναπνοής λόγω μερικής απόφραξης της φυσιολογικής ροής του αέρα στις ανώτερες αναπνευστικές οδούς, συνήθως σε σχέση με το ροχαλητό.
Το μειωμένο επίπεδο οξυγόνου στο αίμα λόγω ρηχής αναπνοής ή μεγάλων παύσεων της αναπνοής μπορεί να είναι επιβλαβές, καθώς μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη συχνή αφύπνιση των ασθενών κατά τη διάρκεια της νύχτας, οδηγώντας σε δυσκολία ύπνου (αϋπνία) και κόπωση κατά τη διάρκεια της ημέρας. Αυτή η έλλειψη οξυγόνου μπορεί επίσης να προκαλέσει κύματα διέγερσης στο συμπαθητικό νευρικό σύστημα, το οποίο ρυθμίζει την αρτηριακή πίεση και τον καρδιακό ρυθμό, και αυτή η ενεργοποίηση μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στο καρδιαγγειακό σύστημα.
Άπνοια και καρδιακή ανεπάρκεια
Οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και κεντρική άπνοια ύπνου συνήθως αναφέρουν απότομες αφυπνίσεις που συνοδεύονται από δύσπνοια, δυσκολίες στη διατήρηση του ύπνου, δυσκολίες συγκέντρωσης, πρωινούς πονοκεφάλους και υπερβολική υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας. Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να αποκοιμιέται ο ασθενής κατά τη διάρκεια της εργασίας του ή ακόμη και κατά τη διάρκεια της φυσιολογικής καθημερινής του δραστηριότητας. Οι ασθενείς αναφέρουν επίσης κόπωση και περαιτέρω εξασθένηση της ανοχής στην άσκηση. Το άγχος ή η κατάθλιψη μπορεί να περιπλέξει τα συμπτώματα.
Συνήθως, το ροχαλητό συνδέεται με τις διαταραχές της αναπνοής κατά τον ύπνο, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις υποδεικνύει κάποιον βαθμό απόφραξης στις ανώτερες αναπνευστικές οδούς (αποφρακτική άπνοια ύπνου). Ωστόσο, το ροχαλητό και οι διαταραχές της αναπνοής κατά τον ύπνο μπορεί να εμφανίζονται και σε ασθενείς χωρίς απόφραξη (κεντρική άπνοια ύπνου). Είναι σημαντικό ότι η κεντρική άπνοια ύπνου όχι μόνο επηρεάζει την ποιότητα ζωής, αλλά σχετίζεται και με κακή πρόγνωση με συχνότερες εισαγωγές στο νοσοκομείο, υψηλότερο κίνδυνο ανωμαλιών του καρδιακού ρυθμού και δυνητικά σοβαρές επιπλοκές.
Για τη διάγνωση των διαταραχών της αναπνοής κατά τον ύπνο απαιτείται λεπτομερής αξιολόγηση του ιστορικού ύπνου του ασθενούς. Συχνά, τα ερωτηματολόγια είναι επίσης χρήσιμα. Μπορεί να συνιστάται πολυυπνογραφία κατά τη διάρκεια της νύχτας, όπου παρακολουθείται προσεκτικά και αναλύεται το μοτίβο αναπνοής. Η επιβεβαίωση της τελικής διάγνωσης της άπνοιας ύπνου απαιτεί ορισμένες φορές αξιολόγηση από εξειδικευμένο ιατρό με τη χρήση προηγμένου εξοπλισμού για την εξέταση ενός ασθενούς σε εργαστήριο ύπνου.
Η θεραπεία της κεντρικής άπνοιας ύπνου σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια εξακολουθεί να είναι αμφιλεγόμενη. Η βελτιστοποίηση της θεραπείας της καρδιακής ανεπάρκειας είναι απαραίτητη, κατά προτίμηση από μια ομάδα διαχείρισης καρδιακής ανεπάρκειας, χρησιμοποιώντας κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή και συγκεκριμένες παρεμβάσεις, όπως συσκευές, όταν ενδείκνυται. Για ορισμένους ασθενείς μπορεί να συνιστάται ψυχοθεραπεία. Ωστόσο, επί του παρόντος δεν υπάρχει συγκεκριμένη μορφή θεραπείας που να έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει τα αποτελέσματα. Στο παρελθόν είχε προταθεί ορισμένες φορές η χρήση μασκών θετικής πίεσης αεραγωγών, αλλά πρόσφατα στοιχεία υποδηλώνουν ότι δεν είναι χρήσιμες για τους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια. Άλλες σχετικά απλές συσκευές συναγερμού που ενεργοποιούνται κατά τα διαστήματα άπνοιας μπορεί να είναι χρήσιμες. Σε ορισμένους ασθενείς με σοβαρά συμπτώματα, μπορεί να εξεταστεί το ενδεχόμενο θεραπείας με τη λεγόμενη διέγερση του φρενικού νεύρου, χρησιμοποιώντας μια συσκευή που μοιάζει με βηματοδότη. Αυτή η συσκευή είναι προγραμματισμένη να παρακολουθεί την αναπνοή και να ανιχνεύει τις διακοπές της αναπνοής και τα μεγάλα διαστήματα άπνοιας. Στη συνέχεια, η συσκευή διεγείρει το διάφραγμα με στόχο την αποκατάσταση του επαρκούς αερισμού και της αναπνοής έως ότου επανέλθει η φυσιολογική αναπνοή.
Επιστροφή σε άλλες συνήθεις ιατρικές παθήσεις και καρδιακή ανεπάρκεια